- Ὀρβήλου
- Ὄρβηλοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σερρών, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ανατολικής Μακεδονίας, της οποίας καλύπτει το δυτικό τμήμα. Συνορεύει στα Β ελάχιστα με τη Γιουγκοσλαβία και κυρίως με τη Βουλγαρία, στα Α με το νομό Δράμας, στα ΝΑ και στα Ν με το νομό Καβάλας και βρέχεται σε μικρή έκταση … Dictionary of Greek
Αλή Μπουντούς — Η ψηλότερη κορυφή (2.213 μ.) του Ορβήλου στο ελληνικό έδαφος, στα όρια των νομών Σερρών και Δράμας και της γειτονικής Βουλγαρίας … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Νέστος — (βουλγ. Mesta). Ποταμός (234 χλμ.) της Βαλκανικής χερσονήσου, που πηγάζει από τη Βουλγαρία, διαρρέει ολόκληρο το ελληνικό έδαφος και χύνεται στο Αιγαίο. Για 130 χλμ. διαρρέει το ελληνικό έδαφος και έχει λεκάνη απορροής 6.178 τ. χλμ. (2.524 τ. χλμ … Dictionary of Greek